νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… … Dictionary of Greek
νᾶπυ — mustard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάπειον — νάπειον, τὸ (Α) το φυτό νάπυ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶπυ, κατά τα γήτ ειον, κών ειον] … Dictionary of Greek
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
νάπυι — νά̱πυϊ , νᾶπυ mustard neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάπυος — νά̱πυος , νᾶπυ mustard neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάπυσιν — νά̱πυσιν , νᾶπυ mustard neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
nap-? — *nap ? germ.?, Substantiv: nhd. Rübe; ne. beet; Interferenz: Lehnwort lat. nāpus; Etymologie: s. lat. nāpus, Maskulinum, Steckrübe; … Germanisches Wörterbuch