νᾶπυ

νᾶπυ
νᾶπυ, τό, [dialect] Att.,
A = σίναπι (cf. Phryn.255, Plin.HN19.171; on the accent v. Hdn.Gr.1.354), mustard,

ν. Κύπριον Eub.19

;

ν. βλέπειν Ar. Eq.631

: gen.

νάπυος Thphr.HP1.12.1

: dat.

νάπυϊ IG42(1).126.17

, 21 (Epid., ii A.D.), Luc.Asin.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… …   Dictionary of Greek

  • νᾶπυ — mustard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάπειον — νάπειον, τὸ (Α) το φυτό νάπυ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶπυ, κατά τα γήτ ειον, κών ειον] …   Dictionary of Greek

  • σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… …   Dictionary of Greek

  • νάπυι — νά̱πυϊ , νᾶπυ mustard neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάπυος — νά̱πυος , νᾶπυ mustard neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάπυσιν — νά̱πυσιν , νᾶπυ mustard neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • nap-? — *nap ? germ.?, Substantiv: nhd. Rübe; ne. beet; Interferenz: Lehnwort lat. nāpus; Etymologie: s. lat. nāpus, Maskulinum, Steckrübe; …   Germanisches Wörterbuch

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”